- διαξαίνω
- (Α διαξαίνω) [ξαίνω]1. (για μαλλί) ξαίνω καλά, λαναρίζω2. (για σάρκες) σχίζω, ξεσχίζω, κατασπαράζωαρχ.1. εκκαθαρίζω, ξεπλένω2. χτενίζω και δίνω ωραίο σχήμα στα μαλλιά μου3. διέρχομαι, διασχίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαξαίνω — διά ξαίνω scratch pres subj act 1st sg διά ξαίνω scratch pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)